κερδομανής

κερδομανής
-ές
αυτός που επιζητεί το κέρδος με μανία, φιλοκερδής μέχρι μανίας, υπερβολικά φιλοχρήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + -μανής (< θ. μαν- τού μαίνομαι, προβλ. παθ. αόρ. β' ε-μάν-ην), πρβλ. γυναι-μανής, ιππο-μανής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

  • κερδομανία — η [κερδομανής] μανιώδης αγάπη για το κέρδος, πάθος για το κέρδος, ακόρεστη φιλοχρηματία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”